Дублюючий грецькою
Переклад: дублюючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική
Інші мови
Споріднені слова: дублюючий
дублюючий вузол обліку газу, дублюючий світлофор, дублюючий вимикач, дублюючий пресс, дублюючий мовний словник грецька, дублюючий грецькою
Переклади
- дублет грецькою - ζεύγος, διπλή, doublet
- дублювати грецькою - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- дублікат грецькою - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- дубіння грецькою - μαύρισμα, μαυρίσματος, δέψη, δεψικά, δέψης
Випадкові слова
Дублюючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική
Переклади: εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική