Мальки грецькою
Переклад: мальки, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γεννοβολώ, γεννώ, καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, γόνος, φύτρα, γόνου, αναπαράγονται, γόνο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: мальки
мальки анциструса, мальки мечоносців, мальки гуппи, мальки моллинезии уход, мальки петушков, мальки мовний словник грецька, мальки грецькою
Переклади
- малокорисний грецькою - ανωφελής, ελάχιστη χρήση, περιορισμένη χρήση, μικρή χρήση, μικρή χρησιμότητα, μειωμένη χρησιμότητα
- малоосвічений грецькою - ταπεινώνω, χαμηλώνω, άνθρωπος με κοινά γούστα, μικρής μορφώσεως, lowbrow
- мальовничий грецькою - γραφικός, γραφικό, γραφική, γραφικά, γραφικές
- малювальник грецькою - σχεδιαστής, συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Випадкові слова
Мальки грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γεννοβολώ, γεννώ, καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, γόνος, φύτρα, γόνου, αναπαράγονται, γόνο
Переклади: γεννοβολώ, γεννώ, καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, γόνος, φύτρα, γόνου, αναπαράγονται, γόνο