Наказ грецькою
Переклад: наказ, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραγγέλλω, προσταγή, προστάζω, εντολή, παραγραφή, παραγγελία, διατάζω, υπαγορεύω, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: наказ
наказ про облікову політику, наказ про прийняття на роботу, наказ зразок, наказ моз 360, наказ 955, наказ мовний словник грецька, наказ грецькою
Переклади
- найтонший грецькою - ασύρματο, λεπτότατος, υπερέξοχος, υπερλεπτού, υπερλεπτή, superfine
- найясніший грецькою - αύγουστος., σαφέστερη, σαφέστερο, πιο σαφή, καθαρότερη, σαφέστερες
- наказати грецькою - προστάζω, προσταγή, θεσπίζω, διατάζω, εντολή, θέσπισμα, διάταγμα, ...
- наказовий грецькою - επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Випадкові слова
Наказ грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραγγέλλω, προσταγή, προστάζω, εντολή, παραγραφή, παραγγελία, διατάζω, υπαγορεύω, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Переклади: παραγγέλλω, προσταγή, προστάζω, εντολή, παραγραφή, παραγγελία, διατάζω, υπαγορεύω, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό