Прилаштований грецькою
Переклад: прилаштований, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εντοιχισμένος, εφαρμοστός, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: прилаштований
прилаштований мовний словник грецька, прилаштований грецькою
Переклади
- приладді грецькою - πράγμα, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
- приладжувати грецькою - ρυθμίζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
- прилаштування грецькою - μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, ...
- прилив грецькою - πλημμυρίζω, κατακλύζω, πλημμύρες, κύμα, αύξηση, απότομη αύξηση, υπερχείλισης, ...
Випадкові слова
Прилаштований грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εντοιχισμένος, εφαρμοστός, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων
Переклади: εντοιχισμένος, εφαρμοστός, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων