Припустимий грецькою
Переклад: припустимий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υποφερτός, επιτρεπτός, ανεκτός, αποδεκτός, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό
Інші мови
Споріднені слова: припустимий
припустимий ризик це, припустимий аудиторський ризик, припустимий рівень бюджетного дефіциту, припустимий ризик, припустимий мовний словник грецька, припустимий грецькою
Переклади
- припускати грецькою - μαντεύω, φαντάζομαι, υποπτεύομαι, εικασία, υποθέτω, αναλάβει, υποθέσουμε, ...
- припускатися грецькою - δέχομαι, παραδέχομαι, παραχωρώ, αποδέχομαι, υποθέτω, υποτίθεται, τεκμαίρεται, ...
- припустити грецькою - υποπτεύομαι, παραχωρώ, υποθέτω, προτείνω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, ...
- припущений грецькою - υποτίθεται, υποτίθεται ότι, έπρεπε, υποτιθέμενη, υποτιθέμενο
Випадкові слова
Припустимий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υποφερτός, επιτρεπτός, ανεκτός, αποδεκτός, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό
Переклади: υποφερτός, επιτρεπτός, ανεκτός, αποδεκτός, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό