Простягнути грецькою
Переклад: простягнути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απλώνω, φουντώνω, διαδίδω, επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Інші мови
Споріднені слова: простягнути
простягнути мовний словник грецька, простягнути грецькою
Переклади
- простуда грецькою - παγερός, ανατριχίλα, ρίγος, καταψύχω, κρύο, κρύα, ψυχρό, ...
- проступок грецькою - παράβαση, αδίκημα, αδικήματος, παράβασης, αξιόποινη πράξη
- простягніться грецькою - ακτίνα, αχτίδα, σαλάχι, prostyahnitsya
- простій грецькою - φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, ...
Випадкові слова
Простягнути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απλώνω, φουντώνω, διαδίδω, επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Переклади: απλώνω, φουντώνω, διαδίδω, επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί