Сутичка грецькою
Переклад: сутичка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σύγκρουση, υπόθεση, συναντώ, δεσμός, συνάντηση, αναμαλλιάζω, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сутичка
сутичка на майдані, сутичка у небі, сутичка фільм, сутичка григорчука з хуанде рамосом, сутичка в одесі 2 травня, сутичка мовний словник грецька, сутичка грецькою
Переклади
- сутенер грецькою - νταής, θρασύδειλος, ζιγκολό, Gigolo, Το Gigolo, Gigolo Το, συντηρούμενος από γυναίκα
- сутеніти грецькою - να σκοτεινιάζει, να νυκτώνει
- сутність грецькою - καρδιά, αγκάθι, οντότητα, ουσία, φύση, γεγονός, ουσίαν, ...
- суттєвий грецькою - ουσιώδης, αξιόλογος, σημαντικός, ουσιαστικός, απαραίτητος, στερεός, ουσιωδών, ...
Випадкові слова
Сутичка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σύγκρουση, υπόθεση, συναντώ, δεσμός, συνάντηση, αναμαλλιάζω, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Переклади: σύγκρουση, υπόθεση, συναντώ, δεσμός, συνάντηση, αναμαλλιάζω, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή