Тихий грецькою
Переклад: тихий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: тихий
тихий хутір, тихий дон скачать, тихий американец, тихий дон смотреть онлайн, тихий дон читать, тихий мовний словник грецька, тихий грецькою
Переклади
- титул грецькою - τίτλος, στύλος, ύφος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
- титулований грецькою - με τίτλο, τίτλο, με τον τίτλο, τίτλου, του τίτλου
- тихо грецькою - ήσυχα, ήσυχη, αθόρυβα, σε ήσυχη, μια ήσυχη
- тихо-тихо грецькою - μαλακά, μικρός, ήσυχα, ήσυχη, αθόρυβα, σε ήσυχη, μια ήσυχη
Випадкові слова
Тихий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες
Переклади: ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες