Упертий грецькою
Переклад: упертий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ηλίθιος, θέληση, ισχυρογνώμονας, διαθήκη, γαϊδουρινός, πεισμωμένος, προαίρεση, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: упертий
упертий фразеологізм, упертий ти чоловік а князі, упертий як, упертий гриць, упертий коток, упертий мовний словник грецька, упертий грецькою
Переклади
- упередження грецькою - προκατάληψη, επιφύλαξη, την επιφύλαξη, θίγει, θίγουν
- упередженість грецькою - μεροληψία, μεροληψίας, τη μεροληψία, μονομέρεια, μεροληπτικότητα
- уперто грецькою - πεισματικά, με πείσμα, επίμονα, πείσμα, επίμονη
- упертість грецькою - ζεσταίνω, ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, το πείσμα, την ισχυρογνωμοσύνη, ανένδοτης
Випадкові слова
Упертий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ηλίθιος, θέληση, ισχυρογνώμονας, διαθήκη, γαϊδουρινός, πεισμωμένος, προαίρεση, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Переклади: ηλίθιος, θέληση, ισχυρογνώμονας, διαθήκη, γαϊδουρινός, πεισμωμένος, προαίρεση, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο