Adet në greqisht
Përkthim: adet, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
έξη, σχέδιο, χρησιμοποιώ, συνήθεια, έθιμο, χρήση, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: adet
adet sancısı, adet gecikmesi, adet neden gecikir, adet söktürücü ilaç, adet geciktirici, adet fjalor gjuhësor greqisht, adet në greqisht
Përkthime
- aderim në greqisht - λήμμα, πρόσβαση, είσοδος, προσχώρηση, ένταξη, ομολογία, καταχώρηση, ...
- aderoj në greqisht - μπαίνω, εισέρχομαι, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
- adhurim në greqisht - λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- adhuroj në greqisht - λατρεία, λατρεύω, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
Fjalë të rastësishme
Adet në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: έξη, σχέδιο, χρησιμοποιώ, συνήθεια, έθιμο, χρήση, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Përkthime: έξη, σχέδιο, χρησιμοποιώ, συνήθεια, έθιμο, χρήση, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα