Ndërkohë në greqisht
Përkthim: ndërkohë, Fjalor: shqip » greqisht
Εν τω μεταξύ,, Εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, Στο μεταξύ

Gjuhë të tjera
Përkthime
kam në greqisht - έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχε
ndërhyj në greqisht - επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν, παρεμβαίνω
ndërkaq në greqisht - εν τω μεταξύ,, εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, στο μεταξύ
ndërmjetës në greqisht - μεσάζων, μεσάζοντα, μεσάζοντες, μεσολαβητής, μεσάζοντας, μεσίτης
ndërpres në greqisht - τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης, διακόπτω
Fjalë të rastësishme (shqip/anglisht)
Ndërkohë në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: Εν τω μεταξύ,, Εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, Στο μεταξύ