Alligevel på græsk

Oversættelse: alligevel, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ωστόσο, όμως, ακίνητος, ακόμα, ήρεμος, γαλήνιος, οπωσδήποτε, πάντως, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, κι αλλιώς
Alligevel på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: alligevel

alligevel antonymer, alligevel betydning, alligevel engelsk, alligevel english, alligevel er det lærkens sang, alligevel sprog ordbog græsk, alligevel på græsk

Oversættelser

  • allergi på græsk - αλλεργία, αλλεργίας, αλλεργίες, αλλεργιών, την αλλεργία
  • alligator på græsk - αλλιγάτορας, αλιγάτορα, αλιγάτορας, κροκοδειλάκια, σαν αλλιγάτορας
  • allé på græsk - λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
  • almanak på græsk - καζαμίας, εορτολόγιο, ημερολόγιο, Almanac, Αλμανάκ, Ωροσκόπιον
Tilfældige ord
Alligevel på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ωστόσο, όμως, ακίνητος, ακόμα, ήρεμος, γαλήνιος, οπωσδήποτε, πάντως, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, κι αλλιώς