Betjene på græsk
Oversættelse: betjene, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπηρετώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: betjene
betjene antonymer, betjene apple tv med beo4, betjene apple tv med ipad, betjene b&o med iphone, betjene betydning, betjene sprog ordbog græsk, betjene på græsk
Oversættelser
- betaling på græsk - πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
- betingelse på græsk - κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
- betjening på græsk - σέρβις, ρουσφέτι, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
- beton på græsk - συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετό, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
Tilfældige ord
Betjene på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπηρετώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Oversættelser: υπηρετώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας