Vågne på græsk

Oversættelse: vågne, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ξυπνήστε
Vågne på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: vågne

vågne antonymer, vågne betydning, vågne celler, vågne drømme, vågne for tidligt, vågne sprog ordbog græsk, vågne på græsk

Oversættelser

  • våbenhvile på græsk - ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυσης του πυρός, κατάπαυσης του πυρός της, την κατάπαυση του πυρός, την κατάπαυση του
  • våd på græsk - περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
  • vår på græsk - αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, Vår
  • vædde på græsk - στοιχηματίζω, στοίχημα, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις
Tilfældige ord
Vågne på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ξυπνήστε