Dispersar en griego
traducción: dispersar, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: dispersar
dispersar ratas south park, dispersar wikipedia, dispersar en ingles, dispersar la luz, dispersar profundidad de campo, dispersar diccionario de idioma griego, dispersar en griego
Traducciones
- dispensar en griego - δικαιολογία, απαλλάσσω, συγχωρώ, αφορμή, απαλλαγμένος, απαλλάξει, να απαλλάξει, ...
- dispensario en griego - ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
- dispersión en griego - διασπείρω, σκορπίζω, διασπορά, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασποράς, διασκορπισμού, ...
- disperso en griego - αραιός, διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
palabras al azar
Dispersar en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Traducciones: αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται