Époque en grec
Traduction: époque, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φορά, τρίμηνο, ηλικία, σκηνοθετώ, σκηνή, διάστημα, ξόρκι, όρος, στάδιο, περίοδος, εποχή, ώρα, χώρος, χρόνος, ορθογραφώ, συλλαβίζω, χρόνο, χρόνου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): époque
belle epoque, belle époque, epoque, la belle epoque, la belle époque, époque dictionnaire de langue grec, époque en grec
Traductions
- épongés en grec - σφουγγάρια, σπόγγοι, σφουγγαράκια, σπόγγους, σπόγγων
- épopée en grec - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- épousa en grec - παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
- épousai en grec - παντρεμένος, παντρεμένη, προσκολλημένη, παντρεύτηκε, παντρεύεται, προσκολλημένος
Mots aléatoires
Époque en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φορά, τρίμηνο, ηλικία, σκηνοθετώ, σκηνή, διάστημα, ξόρκι, όρος, στάδιο, περίοδος, εποχή, ώρα, χώρος, χρόνος, ορθογραφώ, συλλαβίζω, χρόνο, χρόνου
Traductions: φορά, τρίμηνο, ηλικία, σκηνοθετώ, σκηνή, διάστημα, ξόρκι, όρος, στάδιο, περίοδος, εποχή, ώρα, χώρος, χρόνος, ορθογραφώ, συλλαβίζω, χρόνο, χρόνου