Épouse en grec
Traduction: épouse, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γυναίκα, ζευγαρώνω, σύντροφος, φιλαράκος, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): épouse
luc chatel, mon épouse, son épouse, épouse antonymes, épouse copé, épouse dictionnaire de langue grec, épouse en grec
Traductions
- épousai en grec - παντρεμένος, παντρεμένη, προσκολλημένη, παντρεύτηκε, παντρεύεται, προσκολλημένος
- épousant en grec - παντρεύοντας, παντρεύονται, πάντρεμα, παντρευτεί, το πάντρεμα
- épousent en grec - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
- épouser en grec - παντρεύομαι, ακολουθώ, παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Mots aléatoires
Épouse en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γυναίκα, ζευγαρώνω, σύντροφος, φιλαράκος, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Traductions: γυναίκα, ζευγαρώνω, σύντροφος, φιλαράκος, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα