Amputation en grec
Traduction: amputation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκοπή, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): amputation
amputation antonymes, amputation arizona grey's anatomy, amputation chat, amputation de gritti, amputation diabete, amputation dictionnaire de langue grec, amputation en grec
Traductions
- amputai en grec - ακρωτηριαστεί, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριασμένα
- amputant en grec - ακρωτηριασμό, ακρωτηριάσει, amputating, ακρωτηριαστική, ακρωτηριάζουμε
- ampute en grec - ακρωτηριαστεί, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριασμένα
- amputent en grec - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Mots aléatoires
Amputation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκοπή, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
Traductions: αποκοπή, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό