Causer en grec
Traduction: causer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρένω, ανατρέφω, παρακινώ, διεγείρω, συζητώ, συνεπάγομαι, σκοπός, αναστηλώνω, υψώνω, προκαλώ, προξενώ, μιλώ, κουβέντα, περίπτωση, φτιάχνω, κάνω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): causer
causer antonymes, causer conjugaison, causer des ennuis, causer du tort, causer en anglais, causer dictionnaire de langue grec, causer en grec
Traductions
- cause en grec - περιστατικό, επιτόκιο, βαλίτσα, ενδιαφέρον, στίγμα, νοιάζομαι, υπόθεση, ...
- causent en grec - αιτία, προξενώ, σκοπός, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, ...
- causerie en grec - κλήση, ομιλία, κουβεντιάζω, συνομιλία, διάλογος, τηλεφωνώ, κουβέντα, ...
- causeur en grec - ηγέτης, ηγεμόνας, φλύαρος, ηγήτορας, ανεμώδης, αρχηγός, γλαφυρός, ...
Mots aléatoires
Causer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρένω, ανατρέφω, παρακινώ, διεγείρω, συζητώ, συνεπάγομαι, σκοπός, αναστηλώνω, υψώνω, προκαλώ, προξενώ, μιλώ, κουβέντα, περίπτωση, φτιάχνω, κάνω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Traductions: κρένω, ανατρέφω, παρακινώ, διεγείρω, συζητώ, συνεπάγομαι, σκοπός, αναστηλώνω, υψώνω, προκαλώ, προξενώ, μιλώ, κουβέντα, περίπτωση, φτιάχνω, κάνω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος