Colporter en grec
Traduction: colporter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επέκταση, διανέμω, απλώνω, διασπείρω, διαδίδω, γεράκι, μοιράζω, απονέμω, φουντώνω, είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): colporter
colporter antonymes, colporter conjugaison, colporter des ragots, colporter définition, colporter définition larousse, colporter dictionnaire de langue grec, colporter en grec
Traductions
- colosse en grec - τέρας, κτήνος, κολοσσός, γίγαντας, Κολοσσός, κολοσσό, κολοσσού, ...
- colportage en grec - κατανομή, διανομή, Hawking, Χόκινγκ, Ο Hawking, Χώκινγκ, του Hawking
- colporteur en grec - διανομέας, γυρολόγος, μικρέμπορος, πλανόδιος πωλητής, μικροπωλητής, γυρολόγου
- colza en grec - κράμβη, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Mots aléatoires
Colporter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επέκταση, διανέμω, απλώνω, διασπείρω, διαδίδω, γεράκι, μοιράζω, απονέμω, φουντώνω, είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
Traductions: επέκταση, διανέμω, απλώνω, διασπείρω, διαδίδω, γεράκι, μοιράζω, απονέμω, φουντώνω, είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα