Conduire en grec
Traduction: conduire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαβιβάζω, χειρίζομαι, συνεπαίρνω, οδηγός, πιλότος, μόλυβδος, φέρσιμο, καβαλιέρος, κεφάλι, ξεναγώ, τρέχω, οδηγώ, ηγούμαι, εξουσιάζω, πιλοτάρω, καταφέρνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): conduire
comment conduire, conduire 125, conduire antonymes, conduire aux usa, conduire conjugaison, conduire dictionnaire de langue grec, conduire en grec
Traductions
- conducteur en grec - ξεναγώ, οδηγός, ξεναγός, μαέστρος, καθοδηγώ, δρομολόγιο, σοφέρ, ...
- conduction en grec - αγωγή, μεταβίβαση, αγωγής, αγωγιμότητας, αγωγιμότητα
- conduis en grec - φέρσιμο, διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφορά, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, ...
- conduisant en grec - κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Mots aléatoires
Conduire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαβιβάζω, χειρίζομαι, συνεπαίρνω, οδηγός, πιλότος, μόλυβδος, φέρσιμο, καβαλιέρος, κεφάλι, ξεναγώ, τρέχω, οδηγώ, ηγούμαι, εξουσιάζω, πιλοτάρω, καταφέρνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Traductions: διαβιβάζω, χειρίζομαι, συνεπαίρνω, οδηγός, πιλότος, μόλυβδος, φέρσιμο, καβαλιέρος, κεφάλι, ξεναγώ, τρέχω, οδηγώ, ηγούμαι, εξουσιάζω, πιλοτάρω, καταφέρνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί