Convenir en grec
Traduction: convenir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στεγάζω, επιτρέπω, κοστούμι, συμφωνώ, τακτοποιώ, απαντώ, εισάγω, απάντηση, κανονίζω, βολεύω, αντιστοιχώ, αφήνω, αρμόζω, γίνομαι, εξυπηρετώ, παραδέχομαι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): convenir
conjugaison convenir, convenir anglais, convenir antonymes, convenir conditionnel, convenir conjugaison, convenir dictionnaire de langue grec, convenir en grec
Traductions
- convenablement en grec - καλά, λοιπόν, σωστά, κατάλληλα, δεόντως, πηγάδι, ευπρεπέστατα, ...
- convenance en grec - συμφωνία, συμμόρφωση, επάρκεια, αλληλογραφία, συγκατάθεση, σκοπιμότητα, ευκολία, ...
- convention en grec - μοιράζω, συνθήκη, συνέλευση, ομόνοια, συμβόλαιο, τακτοποίηση, συγκατάθεση, ...
- conventionnel en grec - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικό, συμβατικά, συμβατική
Mots aléatoires
Convenir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στεγάζω, επιτρέπω, κοστούμι, συμφωνώ, τακτοποιώ, απαντώ, εισάγω, απάντηση, κανονίζω, βολεύω, αντιστοιχώ, αφήνω, αρμόζω, γίνομαι, εξυπηρετώ, παραδέχομαι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Traductions: στεγάζω, επιτρέπω, κοστούμι, συμφωνώ, τακτοποιώ, απαντώ, εισάγω, απάντηση, κανονίζω, βολεύω, αντιστοιχώ, αφήνω, αρμόζω, γίνομαι, εξυπηρετώ, παραδέχομαι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι