Crédence en grec

Traduction: crédence, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μπουφές, ντουλάπι, σερβάντα, σκευοθήκη, credenza
Crédence en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): crédence

credence, credence cuisine, crédence antonymes, crédence carrelage, crédence castorama, crédence dictionnaire de langue grec, crédence en grec

Traductions

  • créature en grec - κτήνος, πλάσμα, όν, δημιουργία, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ...
  • crécelle en grec - κουδουνίζω, κροταλίζω, εγκάθετος, τραντάζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
  • crédibilité en grec - ειλικρίνεια, αλήθεια, γνησιότητα, αξιοπιστία, αξιοπιστίας, την αξιοπιστία, η αξιοπιστία, ...
  • crédible en grec - γνήσιος, αληθοφανής, εύσχημος, αυθεντικός, αξιόπιστος, αξιόπιστη, αξιόπιστο, ...
Mots aléatoires
Crédence en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μπουφές, ντουλάπι, σερβάντα, σκευοθήκη, credenza