Détachement en grec

Traduction: détachement, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διχασμός, τμήμα, χωρίζω, μεραρχία, μερίδιο, απομόνωση, τομή, συμβαλλόμενος, αποκόλληση, παρέα, διακοπή, διαίρεση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Détachement en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): détachement

circulaire détachement, demande de détachement, detachement, detachment film, directive détachement, détachement dictionnaire de langue grec, détachement en grec

Traductions

  • détachant en grec - καθαριστής, καθαρίστρια, αφαίρεσης, remover, απομάκρυνσης, εξολκέα, αφαίρεσης του
  • détache en grec - χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
  • détachent en grec - αποκολλώ, χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
  • détacher en grec - χωριστός, κλαδεύω, ξεχωριστός, διαλύω, χαλαρώνω, δεύτερος, αποκολλώ, ...
Mots aléatoires
Détachement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διχασμός, τμήμα, χωρίζω, μεραρχία, μερίδιο, απομόνωση, τομή, συμβαλλόμενος, αποκόλληση, παρέα, διακοπή, διαίρεση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης