Desservir en grec
Traduction: desservir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, επιμελούμαι, υπηρετώ, λειτουργώ, περιποιούμαι, εγχειρίζω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): desservir
conjugaison desservir, desservir adverbe, desservir antonyme, desservir antonymes, desservir conjugaison, desservir dictionnaire de langue grec, desservir en grec
Traductions
- desserrer en grec - λυτός, λάσκος, χαλαρός, λασκάρω, μπόσικος, μολάρω, χαλαρώνω, ...
- dessert en grec - επιδόρπιο, γλυκός, καραμέλα, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
- dessiller en grec - ανοίγω, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, αποσφραγίζω, ξεβουλώνω, ξεσφραγίζει, ...
- dessin en grec - αριθμός, βύθισμα, ζωγραφιά, σκίτσο, σχεδιασμός, πρόσωπο, σχέδιο, ...
Mots aléatoires
Desservir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, επιμελούμαι, υπηρετώ, λειτουργώ, περιποιούμαι, εγχειρίζω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Traductions: παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, επιμελούμαι, υπηρετώ, λειτουργώ, περιποιούμαι, εγχειρίζω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν