Disposer en grec
Traduction: disposer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξεδιαλέγω, παρατάσσω, εξυπηρετώ, κανονίζω, αποφασίζω, διάστημα, αποτελώ, διευθετώ, διατάζω, επιβάλλω, θεσπίζω, συνθέτω, προστάζω, αναθέτω, επιστρατεύω, διανέμω, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, πετάτε, να διαθέτει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): disposer
disposer antonymes, disposer conjugaison, disposer de, disposer de son corps, disposer des droits d'administrateur, disposer dictionnaire de langue grec, disposer en grec
Traductions
- dispose en grec - πανέτοιμος, έτοιμος, έχει, διαθέτει, πρέπει, δεν έχει, έχουν
- disposent en grec - χαρακτηριστικό, λειτουργία, δυνατότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα, το χαρακτηριστικό
- disposez en grec - έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
- dispositif en grec - επίπλωση, μηχάνημα, ετοιμασία, εγκατάσταση, τακτοποίηση, τέχνασμα, διάταξη, ...
Mots aléatoires
Disposer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξεδιαλέγω, παρατάσσω, εξυπηρετώ, κανονίζω, αποφασίζω, διάστημα, αποτελώ, διευθετώ, διατάζω, επιβάλλω, θεσπίζω, συνθέτω, προστάζω, αναθέτω, επιστρατεύω, διανέμω, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, πετάτε, να διαθέτει
Traductions: ξεδιαλέγω, παρατάσσω, εξυπηρετώ, κανονίζω, αποφασίζω, διάστημα, αποτελώ, διευθετώ, διατάζω, επιβάλλω, θεσπίζω, συνθέτω, προστάζω, αναθέτω, επιστρατεύω, διανέμω, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, πετάτε, να διαθέτει