Foncer en grec
Traduction: foncer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Autres langues
Mots associés / Définition (def): foncer
blond foncer, blonde foncer, foncer antonymes, foncer cheveux naturellement, foncer conjugaison, foncer dictionnaire de langue grec, foncer en grec
Traductions
- fomentées en grec - υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
- fomentés en grec - υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
- foncier en grec - πρώτος, ύστατος, θεμελιώδης, πρωταρχικός, απώτατος, ριζικός, έσχατος, ...
- fonction en grec - λειτουργώ, σταθμός, χρησιμοποιώ, εγχείρηση, σκοπός, ρόλος, ταχυδρομώ, ...
Mots aléatoires
Foncer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Traductions: σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει