Joint en grec

Traduction: joint, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ραφή, βούλα, άρθρωση, κοψίδι, ενώνω, συνενώνω, κρίκος, συνδέω, κοινός, διάρθρωση, κατατάσσομαι, φώκια, γόμφος, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Joint en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): joint

ci joint, compte joint, e joint, enlever joint silicone, faire joint carrelage, joint dictionnaire de langue grec, joint en grec

Traductions

  • joindre en grec - φιόγκος, κόμβος, πιάνω, ανακατώνω, συνδυάζω, συνενώνω, κρίκος, ...
  • joins en grec - ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
  • jointe en grec - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
  • jointes en grec - Συνημμένα, Προσαρτήματα, τα συνημμένα, Επισυναπτόμενα, συνημμένων
Mots aléatoires
Joint en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ραφή, βούλα, άρθρωση, κοψίδι, ενώνω, συνενώνω, κρίκος, συνδέω, κοινός, διάρθρωση, κατατάσσομαι, φώκια, γόμφος, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών