Méconnaître en grec
Traduction: méconnaître, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποποιούμαι, απορρίπτω, αγνοήσει, αγνοήσετε, αγνοούν, αγνοούμε, αγνοήσουμε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): méconnaître
méconnaitre conjugaison, méconnaitre synonyme, méconnaître anglais, méconnaître antonymes, méconnaître bébé, méconnaître dictionnaire de langue grec, méconnaître en grec
Traductions
- méconnaissable en grec - αγνώριστος, μη αναγνωρίσιμη, αγνώριστη, unrecognizable, μη αναγνωρίσιμο
- méconnaissance en grec - αμάθεια, άγνοια, άγνοιας, την άγνοια, η άγνοια, άγνοιά
- méconnu en grec - παραγνωρισμένος, μη αναγνωρισμένα, μη αναγνωρισμένων, μη αναγνωρισμένο, μη αναγνωρισμένες
- mécontent en grec - δυσφορία, δυσαρεστημένος, δυσαρεστημένοι, ικανοποιημένοι, δυσαρεστημένους, ικανοποιημένος
Mots aléatoires
Méconnaître en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποποιούμαι, απορρίπτω, αγνοήσει, αγνοήσετε, αγνοούν, αγνοούμε, αγνοήσουμε
Traductions: αποποιούμαι, απορρίπτω, αγνοήσει, αγνοήσετε, αγνοούν, αγνοούμε, αγνοήσουμε