Menaçant en grec
Traduction: menaçant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιβλητικός, αυστηρός, δυσοίωνος, ανελέητος, απειλητικός, επικείμενος, σκληρός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): menaçant
menaçant antonyme, menaçant antonymes, menaçant en anglais, menaçant en espagnol, menaçant grammaire, menaçant dictionnaire de langue grec, menaçant en grec
Traductions
- menaça en grec - απειλούμενων, απειλούμενα, απειλούνται, επαπειλούμενη, που απειλούνται
- menaçai en grec - τον απείλησε, τον απείλησαν, τον απείλησε μάλιστα, να τον απείλησε, να τον απείλησαν
- menaçons en grec - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
Mots aléatoires
Menaçant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιβλητικός, αυστηρός, δυσοίωνος, ανελέητος, απειλητικός, επικείμενος, σκληρός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
Traductions: επιβλητικός, αυστηρός, δυσοίωνος, ανελέητος, απειλητικός, επικείμενος, σκληρός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές