Mener en grec
Traduction: mener, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φροντίζω, καταφέρνω, φροντίδα, ξεναγώ, έλεγχος, διαγωγή, αγορά, ηγούμαι, απονέμω, χορηγώ, οδηγώ, μεταχειρίζομαι, διοικώ, εφευρίσκω, χερούλι, εξουσιάζω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mener
a mener, conjugaison mener, en mener, le mener, mener a bien, mener dictionnaire de langue grec, mener en grec
Traductions
- mendier en grec - ικετεύω, ζητιανεύω, παρακαλώ, Beg, επαιτούν, ικετεύστε
- mendélévium en grec - μεντελέβιο
- meneur en grec - αρχηγός, ηγήτορας, ηγεμόνας, ηγέτης, ηγέτη, επικεφαλής, leader
- menotte en grec - χειροπέδη, μανσέτα, σφαλιάρα, μανικέτι, περιχειρίδα, ρεβέρ
Mots aléatoires
Mener en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φροντίζω, καταφέρνω, φροντίδα, ξεναγώ, έλεγχος, διαγωγή, αγορά, ηγούμαι, απονέμω, χορηγώ, οδηγώ, μεταχειρίζομαι, διοικώ, εφευρίσκω, χερούλι, εξουσιάζω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Traductions: φροντίζω, καταφέρνω, φροντίδα, ξεναγώ, έλεγχος, διαγωγή, αγορά, ηγούμαι, απονέμω, χορηγώ, οδηγώ, μεταχειρίζομαι, διοικώ, εφευρίσκω, χερούλι, εξουσιάζω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί