Municipal en grec
Traduction: municipal, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πόλη, κοινός, δημοτικός, αστικός, συνηθισμένος, του δήμου, δήμος, δημοτικές, δημοτικών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): municipal
camping, camping municipal, conseil municipal, conseiller municipal, credit municipal, municipal dictionnaire de langue grec, municipal en grec
Traductions
- multitude en grec - κοπάδι, άφθονος, αγορά, στοιβάδα, πολλοί, πολλά, φιλοξενώ, ...
- mulâtre en grec - μιγάς, μιγάδων, μιγάδας, μιγάδος
- municipalité en grec - ειρηνοδίκης, κοινότητα, δικαστής, κοινόβιο, δήμος, δήμο, δήμου, ...
- munificence en grec - πριμοδότηση, επίδομα, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρίας
Mots aléatoires
Municipal en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πόλη, κοινός, δημοτικός, αστικός, συνηθισμένος, του δήμου, δήμος, δημοτικές, δημοτικών
Traductions: πόλη, κοινός, δημοτικός, αστικός, συνηθισμένος, του δήμου, δήμος, δημοτικές, δημοτικών