Obligation en grec

Traduction: obligation, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υποχρέωση, αρραβώνες, κατηγορία, συγκολλώ, δασμοί, συνδέω, βάρος, παθητικό, υπόσχομαι, φροντίδα, αγγαρεία, δωσιδικία, δέσμευση, ευθύνη, εχέγγυο, καθήκον, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Obligation en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): obligation

action obligation, obligation alimentaire, obligation antonymes, obligation convertible, obligation de faire, obligation dictionnaire de langue grec, obligation en grec

Traductions

  • objurgation en grec - κατακρίνω, μέμψη, ψέγω, επιτιμώ, κατσαδιάζω, επίπληξη, επιπλήττω, ...
  • oblation en grec - θυσιάζω, θυσία, αφιέρωμα, τάμα, αφιερώματα, προσφοράς του, το δώρον
  • obligatoire en grec - υποχρεωτικός, προστακτική, επιτακτικός, παθολογικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, ...
  • obligatoirement en grec - αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Mots aléatoires
Obligation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υποχρέωση, αρραβώνες, κατηγορία, συγκολλώ, δασμοί, συνδέω, βάρος, παθητικό, υπόσχομαι, φροντίδα, αγγαρεία, δωσιδικία, δέσμευση, ευθύνη, εχέγγυο, καθήκον, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή