Occasionner en grec
Traduction: occasionner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναπτύσσω, συνεπάγομαι, σηκώνω, επικαλούμαι, ανατρέφω, προξενώ, ενεργοποιώ, παρακινώ, δημιουργώ, διεγείρω, περίπτωση, αποσπώ, αναστηλώνω, αιτία, προσκαλώ, ξεσηκώνω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): occasionner
occasionner anglais, occasionner antonymes, occasionner conjugaison, occasionner des dommages, occasionner des frais, occasionner dictionnaire de langue grec, occasionner en grec
Traductions
- occasionnel en grec - ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, τύχη, παρείσακτος, πιθανότητα, ευκαιρία, συγκυρία, ...
- occasionnellement en grec - πότε-, περιοδικά, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
- occident en grec - δύση, Δύση, Δύσης, Occident, δυσμαί, η Δύση
- occidental en grec - δυτικός, δυτική, Western, δυτικό, δυτικές
Mots aléatoires
Occasionner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναπτύσσω, συνεπάγομαι, σηκώνω, επικαλούμαι, ανατρέφω, προξενώ, ενεργοποιώ, παρακινώ, δημιουργώ, διεγείρω, περίπτωση, αποσπώ, αναστηλώνω, αιτία, προσκαλώ, ξεσηκώνω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Traductions: αναπτύσσω, συνεπάγομαι, σηκώνω, επικαλούμαι, ανατρέφω, προξενώ, ενεργοποιώ, παρακινώ, δημιουργώ, διεγείρω, περίπτωση, αποσπώ, αναστηλώνω, αιτία, προσκαλώ, ξεσηκώνω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος