Ordonner en grec
Traduction: ordonner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
είδος, συγυρισμένος, τύπος, συναναστρέφομαι, ξεδιαλέγω, προσπάθεια, διηγούμαι, διορίζω, χειροτονώ, προβλέπω, λέω, ορίζω, θεσπίζω, ξεχωρίζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ordonner
ordonner antonymes, ordonner conjugaison, ordonner en anglais, ordonner en espagnol, ordonner en latin, ordonner dictionnaire de langue grec, ordonner en grec
Traductions
- ordonnance en grec - προμήθεια, εντολή, καταστατικό, κανονισμός, διορισμός, ρύθμιση, συνταγή, ...
- ordonnateur en grec - διοργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, οργανωτής, organizer
- ordonné en grec - αρκετός, ακριβής, τακτοποιώ, συγυρισμένος, συγυρίζω, διέταξε, παραγγείλει, ...
- ordonnée en grec - διέταξε, παραγγείλει, καταδικάζεται, εντολή, καταδικαστεί
Mots aléatoires
Ordonner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: είδος, συγυρισμένος, τύπος, συναναστρέφομαι, ξεδιαλέγω, προσπάθεια, διηγούμαι, διορίζω, χειροτονώ, προβλέπω, λέω, ορίζω, θεσπίζω, ξεχωρίζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Traductions: είδος, συγυρισμένος, τύπος, συναναστρέφομαι, ξεδιαλέγω, προσπάθεια, διηγούμαι, διορίζω, χειροτονώ, προβλέπω, λέω, ορίζω, θεσπίζω, ξεχωρίζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό