Prémédité en grec
Traduction: prémédité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εσκεμμένος, σκόπιμος, προμελέτης, προμελετημένη, προμελετημένο, εκ προμελέτης, της προμελέτης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prémédité
prémédité antonyme, prémédité antonymes, prémédité contraire, prémédité dictionnaire, prémédité définition, prémédité dictionnaire de langue grec, prémédité en grec
Traductions
- préméditation en grec - προμελέτη, προμελέτης, προμελέτης από
- préméditer en grec - προμελετώ, προσχεδιάζω
- prénatal en grec - προγεννητική, προγεννητικό, προγεννητικής, προγεννητικές, προγεννητικού
- préoccupa en grec - απορροφημένος, απασχόλησε, απασχολημένος, βρέθηκε αντιμέτωπη, απασχολημένοι
Mots aléatoires
Prémédité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εσκεμμένος, σκόπιμος, προμελέτης, προμελετημένη, προμελετημένο, εκ προμελέτης, της προμελέτης
Traductions: εσκεμμένος, σκόπιμος, προμελέτης, προμελετημένη, προμελετημένο, εκ προμελέτης, της προμελέτης