Provoquer en grec
Traduction: provoquer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δημιουργώ, αναπτύσσομαι, αψηφώ, κεντρίζω, επικαλούμαι, πρόκληση, διεγείρω, βγάζω, σηκώνω, αντιστέκομαι, προξενώ, αποσπώ, προκαλώ, ξεκινώ, παράγω, παρακινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): provoquer
comment provoquer accouchement, fausse couche, le stress, provoquer accouchement, provoquer anglais, provoquer dictionnaire de langue grec, provoquer en grec
Traductions
- provoque en grec - αίτια, αιτίες, αιτίων, αιτιών, προκαλεί
- provoquent en grec - προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
- provoquèrent en grec - προκάλεσε, προκάλεσαν, προκαλέσει, προκαλείται, προκαλούνται
Mots aléatoires
Provoquer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δημιουργώ, αναπτύσσομαι, αψηφώ, κεντρίζω, επικαλούμαι, πρόκληση, διεγείρω, βγάζω, σηκώνω, αντιστέκομαι, προξενώ, αποσπώ, προκαλώ, ξεκινώ, παράγω, παρακινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Traductions: δημιουργώ, αναπτύσσομαι, αψηφώ, κεντρίζω, επικαλούμαι, πρόκληση, διεγείρω, βγάζω, σηκώνω, αντιστέκομαι, προξενώ, αποσπώ, προκαλώ, ξεκινώ, παράγω, παρακινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί