Quantité en grec
Traduction: quantité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μοιράζω, όραση, ποσότητα, πολλά, όγκος, μαζικός, ανέρχομαι, φωνή, ποσό, ραμφίζω, πλήθος, αγορά, μάζα, πολλοί, στοιβάδα, αριθμός, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, την ποσότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): quantité
la quantité, quantité antonymes, quantité biberon, quantité biberon bébé, quantité boisson mariage, quantité dictionnaire de langue grec, quantité en grec
Traductions
- quantifiés en grec - ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται
- quantitatif en grec - ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς
- quarantaine en grec - καραντίνα, απομόνωση, απομόνωσης, καραντίνας, υγειονομικής απομόνωσης
- quarante en grec - σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα
Mots aléatoires
Quantité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μοιράζω, όραση, ποσότητα, πολλά, όγκος, μαζικός, ανέρχομαι, φωνή, ποσό, ραμφίζω, πλήθος, αγορά, μάζα, πολλοί, στοιβάδα, αριθμός, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, την ποσότητα
Traductions: μοιράζω, όραση, ποσότητα, πολλά, όγκος, μαζικός, ανέρχομαι, φωνή, ποσό, ραμφίζω, πλήθος, αγορά, μάζα, πολλοί, στοιβάδα, αριθμός, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, την ποσότητα