Régler en grec
Traduction: régler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κανονίζω, έλεγχος, πληρώνω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, προσαρμόζω, διαγωγή, επιβάλλω, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, επενδύω, διεξάγω, διαπιστώνω, μοιράζω, διαπραγματεύομαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): régler
comment régler, régler antonymes, régler carburateur, régler conjugaison, régler dérailleur, régler dictionnaire de langue grec, régler en grec
Traductions
- réglementation en grec - έλεγχος, εξουσιάζω, κανονισμός, ρύθμιση, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό
- réglementer en grec - κανονίζω, κατανέμω, μερίδα, ρυθμίζουν, ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίσει, ...
- réglez en grec - κανονίζω, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
- réglisse en grec - γλυκόριζα, γλυκόριζας, γλυκύρριζας, γλυκύριζα, licorice
Mots aléatoires
Régler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κανονίζω, έλεγχος, πληρώνω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, προσαρμόζω, διαγωγή, επιβάλλω, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, επενδύω, διεξάγω, διαπιστώνω, μοιράζω, διαπραγματεύομαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Traductions: κανονίζω, έλεγχος, πληρώνω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, προσαρμόζω, διαγωγή, επιβάλλω, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, επενδύω, διεξάγω, διαπιστώνω, μοιράζω, διαπραγματεύομαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση