Réunir en grec
Traduction: réunir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μαζεύω, εκφράζω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, ξανασμίγω, συσσωματώνω, συσσωρεύω, σοδειά, παραβάλλω, συλλέγω, συσχετίζω, τρύγος, συνενώνω, ενσωματώνω, κατατάσσομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réunir
reunir, réunir 2 pdf, réunir antonymes, réunir brétignolles, réunir chartres, réunir dictionnaire de langue grec, réunir en grec
Traductions
- réunification en grec - επανένωση, επανένωσης, την επανένωση, επανενώσεως, επανένωση της
- réunion en grec - σύνδεσμος, ένωση, περισυλλέγω, συγκεντρώνω, σύμβαση, σωματειακός, αναμέτρηση, ...
- réunirent en grec - πληρούνται, συναντήθηκε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε, συνάντησε
- réunis en grec - συμφιλιώνομαι, συμφιλιώνω, ξανασμίγω, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, ...
Mots aléatoires
Réunir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μαζεύω, εκφράζω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, ξανασμίγω, συσσωματώνω, συσσωρεύω, σοδειά, παραβάλλω, συλλέγω, συσχετίζω, τρύγος, συνενώνω, ενσωματώνω, κατατάσσομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Traductions: μαζεύω, εκφράζω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, ξανασμίγω, συσσωματώνω, συσσωρεύω, σοδειά, παραβάλλω, συλλέγω, συσχετίζω, τρύγος, συνενώνω, ενσωματώνω, κατατάσσομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν