Séjourner en grec
Traduction: séjourner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαμένω, παύση, διατριβή, μένω, διακοπή, διακόπτω, σταματώ, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): séjourner
séjourner antonymes, séjourner en anglais, séjourner en espagnol, séjourner grammaire, séjourner mots croisés, séjourner dictionnaire de langue grec, séjourner en grec
Traductions
- séisme en grec - σοκ, σεισμός, κραδασμός, κρούση, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, ...
- séjour en grec - μένω, επισκέπτομαι, κατοικία, επίσκεψη, διατριβή, διαμονή, παραμονή, ...
- sélect en grec - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, διαλέγω, επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, να επιλέξετε, ...
- sélectif en grec - επιλεκτικός, εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
Mots aléatoires
Séjourner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαμένω, παύση, διατριβή, μένω, διακοπή, διακόπτω, σταματώ, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Traductions: διαμένω, παύση, διατριβή, μένω, διακοπή, διακόπτω, σταματώ, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει