Soulever en grec
Traduction: soulever, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φελλός, επαναστατώ, επιπλέω, ανατρέφω, ασανσέρ, ζωγραφίζω, προκαλώ, πληθώρα, αυξάνομαι, εξέγερση, ανυψώνω, ανατέλλω, υψώνω, έλκω, αναστηλώνω, ορθώνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): soulever
soulever antonymes, soulever conjugaison, soulever de terre, soulever des montagnes, soulever en anglais, soulever dictionnaire de langue grec, soulever en grec
Traductions
- soulager en grec - ανακουφίζω, ξαλαφρώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, άνεση, διευκολύνω, ανακούφιση, ...
- soulagé en grec - ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
- soulier en grec - παπούτσι, μπότα, πεταλώνω, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
- soulignement en grec - έμφαση, υπογραμμίζω, υπογραμμίζουν, υπογραμμίσει, υπογραμμίσω, τονίσω
Mots aléatoires
Soulever en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φελλός, επαναστατώ, επιπλέω, ανατρέφω, ασανσέρ, ζωγραφίζω, προκαλώ, πληθώρα, αυξάνομαι, εξέγερση, ανυψώνω, ανατέλλω, υψώνω, έλκω, αναστηλώνω, ορθώνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Traductions: φελλός, επαναστατώ, επιπλέω, ανατρέφω, ασανσέρ, ζωγραφίζω, προκαλώ, πληθώρα, αυξάνομαι, εξέγερση, ανυψώνω, ανατέλλω, υψώνω, έλκω, αναστηλώνω, ορθώνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση