Stupeur en grec
Traduction: stupeur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μούδιασμα, σύγχυση, αδράνεια, αποβλάκωση, κατάπληξη, νάρκη, αποχαύνωση, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stupeur
amelie nothomb, amélie nothomb, définition stupeur, stupeur antonymes, stupeur définition, stupeur dictionnaire de langue grec, stupeur en grec
Traductions
- studieux en grec - σπουδάζω, μελέτη, ζεστός, ενθουσιώδης, οξυδερκής, επιμελής, πρόθυμος, ...
- studio en grec - μελέτη, σαλόνι, γραφείο, σπουδάζω, σπουδές, στούντιο, Studio, ...
- stupide en grec - ξύλινος, αδέξιος, ανίκανος, βαρετός, απότομος, πληκτικός, γλυκός, ...
- stupidement en grec - εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, κατάπληξη, βλακωδώς, ανόητα, ηλίθια, ...
Mots aléatoires
Stupeur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μούδιασμα, σύγχυση, αδράνεια, αποβλάκωση, κατάπληξη, νάρκη, αποχαύνωση, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο
Traductions: μούδιασμα, σύγχυση, αδράνεια, αποβλάκωση, κατάπληξη, νάρκη, αποχαύνωση, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο