Succursale en grec
Traduction: succursale, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επικουρικός, κλάδος, προσκτώμαι, όπλο, υποκατάστημα, προσχωρώ, υποβοηθητικός, κλαδί, θυγατρική, χέρι, μπράτσο, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): succursale
définition de succursale, filiale, la succursale, succursale 101, succursale antonymes, succursale dictionnaire de langue grec, succursale en grec
Traductions
- succulence en grec - ζουμερότητα, ζουμερότης, ευχυμία, χυμώδη υφή, το χυμώδες
- succulent en grec - μεθύστακας, ζουμερός, άφθονος, χυμώδης, γευστικός, χυμώδεις, ζουμερά, ...
- succède en grec - διαδέχεται, καταφέρνει, επιτυγχάνει, καταφέρνει να, επιτύχει
- succèdent en grec - επιτυγχάνω, πετυχαίνω, επιτύχει, επιτύχουν, πετύχει, να πετύχει, πετύχουν
Mots aléatoires
Succursale en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επικουρικός, κλάδος, προσκτώμαι, όπλο, υποκατάστημα, προσχωρώ, υποβοηθητικός, κλαδί, θυγατρική, χέρι, μπράτσο, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Traductions: επικουρικός, κλάδος, προσκτώμαι, όπλο, υποκατάστημα, προσχωρώ, υποβοηθητικός, κλαδί, θυγατρική, χέρι, μπράτσο, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου