Trousseau en grec
Traduction: trousseau, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δέσμη, καδρόνι, συστοιχία, τσαμπί, στουπί, τσουβαλιάζω, δεσμίδα, δοκός, εξοπλισμός, μάτσο, αχτίδα, σωριάζω, σύμπλεγμα, προικιά, προίκα, Προικός Είδη, προικιών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): trousseau
adresse trousseau, armand trousseau, hopital trousseau, hopital trousseau paris, maternité hopital trousseau, trousseau dictionnaire de langue grec, trousseau en grec
Traductions
- troupier en grec - ιππέας, Trooper, στρατιώτης ιππικού, σωστός στρατιώτης
- trousse en grec - εξοπλισμός, κιτ, σετ, kit, πακέτο, του κιτ
- trousser en grec - πιέτα, πτυχή, πτύσσω, χώνω, δένω, αντηρίδων, διασυνδετικής λάμας, ...
- trouva en grec - βρήκα, ιδρύω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Mots aléatoires
Trousseau en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δέσμη, καδρόνι, συστοιχία, τσαμπί, στουπί, τσουβαλιάζω, δεσμίδα, δοκός, εξοπλισμός, μάτσο, αχτίδα, σωριάζω, σύμπλεγμα, προικιά, προίκα, Προικός Είδη, προικιών
Traductions: δέσμη, καδρόνι, συστοιχία, τσαμπί, στουπί, τσουβαλιάζω, δεσμίδα, δοκός, εξοπλισμός, μάτσο, αχτίδα, σωριάζω, σύμπλεγμα, προικιά, προίκα, Προικός Είδη, προικιών