Voie en grec
Traduction: voie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πάροδος, σεργιανίζω, αυλάκι, τρόπος, λεωφόρος, δίοδος, πορεία, δρομολόγιο, διάβαση, μονοπάτια, κείμενο, πίστα, ταξιδεύω, ταξίδι, τρέχω, διαδρομή, λωρίδα, λωρίδας, λωρίδων, διάδρομος, λωρίδα κυκλοφορίας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): voie
accouchement voie basse, claire voie, je voie, la voie, la voie droite, voie dictionnaire de langue grec, voie en grec
Traductions
- voguer en grec - πλέω, πανί, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
- voici en grec - εμφάνιση, βλέμμα, φαίνομαι, κοιτάζω, ιδού, εδώ θα πάτε, ορίστε, ...
- voient en grec - βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
- voila en grec - εμφάνιση, κοιτάζω, ιδού, βλέμμα, φαίνομαι, κεκαλυμμένος, καλυμμένη, ...
Mots aléatoires
Voie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πάροδος, σεργιανίζω, αυλάκι, τρόπος, λεωφόρος, δίοδος, πορεία, δρομολόγιο, διάβαση, μονοπάτια, κείμενο, πίστα, ταξιδεύω, ταξίδι, τρέχω, διαδρομή, λωρίδα, λωρίδας, λωρίδων, διάδρομος, λωρίδα κυκλοφορίας
Traductions: πάροδος, σεργιανίζω, αυλάκι, τρόπος, λεωφόρος, δίοδος, πορεία, δρομολόγιο, διάβαση, μονοπάτια, κείμενο, πίστα, ταξιδεύω, ταξίδι, τρέχω, διαδρομή, λωρίδα, λωρίδας, λωρίδων, διάδρομος, λωρίδα κυκλοφορίας