Voile en grec
Traduction: voile, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πανί, πέπλος, πλέω, καμβάς, κομμάτι, σεντόνι, εξετάζω, στρώμα, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): voile
char a voile, char à voile, club de voile, ecole de voile, la voile, voile dictionnaire de langue grec, voile en grec
Traductions
- voient en grec - βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
- voila en grec - εμφάνιση, κοιτάζω, ιδού, βλέμμα, φαίνομαι, κεκαλυμμένος, καλυμμένη, ...
- voiler en grec - περίβλημα, θολώνω, πούσι, καλύπτω, μεταμφίεση, πέπλος, μανδύας, ...
- voilette en grec - πέπλος, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
Mots aléatoires
Voile en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πανί, πέπλος, πλέω, καμβάς, κομμάτι, σεντόνι, εξετάζω, στρώμα, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
Traductions: πανί, πέπλος, πλέω, καμβάς, κομμάτι, σεντόνι, εξετάζω, στρώμα, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού