Vouer en grec
Traduction: vouer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χαρίζω, τάζω, αιτούμαι, περισσεύω, περισσευούμενος, διαπράττω, εφαρμόζω, ορκίζομαι, βάζω, αφιερώνω, δεσμεύω, κάνω, όρκος, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vouer
se vouer, vouer antonymes, vouer aux gémonie, vouer aux gémonies, vouer def, vouer dictionnaire de langue grec, vouer en grec
Traductions
- votées en grec - ψήφισε, ψήφισαν, ψήφισα, ψηφίστηκε, ψηφιστεί
- votés en grec - ψήφισε, ψήφισαν, ψήφισα, ψηφίστηκε, ψηφιστεί
- voulant en grec - θέλοντας, θέλουν, που θέλουν, θέλει, επιθυμούν
- voulez en grec - ανάγκη, έλλειψη, θέλω, θέλετε, θέλουν, επιθυμούν, επιθυμείτε
Mots aléatoires
Vouer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χαρίζω, τάζω, αιτούμαι, περισσεύω, περισσευούμενος, διαπράττω, εφαρμόζω, ορκίζομαι, βάζω, αφιερώνω, δεσμεύω, κάνω, όρκος, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Traductions: χαρίζω, τάζω, αιτούμαι, περισσεύω, περισσευούμενος, διαπράττω, εφαρμόζω, ορκίζομαι, βάζω, αφιερώνω, δεσμεύω, κάνω, όρκος, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε