Abeyance στα ελληνικά
Μετάφραση: abeyance, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβολή, εκκρεμότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abetting στα ελληνικά - συνέργεια, συνεργία, συνέργια, υποκίνηση, η συνεργία
- abettor στα ελληνικά - υποκινητής
- abeyant στα ελληνικά - εκρεμής, λανθάνων, αδρανής
- abhor στα ελληνικά - σιχαίνομαι
Τυχαίες λέξεις
Abeyance στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβολή, εκκρεμότητα
Μεταφράσεις: αναβολή, εκκρεμότητα