Λέξη: άργιλος

Σχετικές λέξεις: άργιλος

άργιλος σε σκόνη, άργιλος για μαλλιά, άργιλος σε σκόνη τιμή, άργιλος και κυτταρίτιδα, άργιλος αγορά, άργιλος σε σκόνη φαρμακείο, άργιλος ιδιότητες, άργιλος μάσκα, άργιλος για κυτταρίτιδα, άργιλος μάσκα προσώπου

Συνώνυμα: άργιλος

πήλινος

Μεταφράσεις: άργιλος

άργιλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clay, clays, clay is, argil

άργιλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
greda, barro, arcilla, de arcilla, la arcilla, de barro

άργιλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leichnam, schlamm, leiche, lehm, ton, Ton, Lehm, Tons, Tonerde

άργιλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cadavre, tonale, argile, vase, boue, glaise, l'argile, d'argile, terre, argileux

άργιλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creta, argilla, di argilla, dell'argilla, argilloso

άργιλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
argila, greda, defunto, morto, cadáver, barro, de argila, de barro, da argila

άργιλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kreng, slik, drek, modder, klei, lijk, aarden, kadaver, leem, van klei, clay

άργιλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грязь, тело, глинозем, тина, ил, глина, плоть, прах, глины, глину, глиной, глиняный

άργιλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mudder, leire, leiren, leir, clay

άργιλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lera, leran, clay

άργιλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lieju, savi, ruumis, muta, rapa, savea, saven, savesta, clay

άργιλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ler, mudder, leret, clay

άργιλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jíl, bahno, hlína, jílové, antuka, hlíny

άργιλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
glina, ił, glinka, gliny, clay, gliniane

άργιλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
porhüvely, agyag, agyagot, agyagból, agyagos, agyaggal

άργιλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çamur, ceset, ölü, salsal, balçık, kil, Toprak, killi, kili, clay

άργιλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глиняний, прах, порох, глина

άργιλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
argjilë, balta, balte, argjila, argjile

άργιλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глина, глинена, глината, глинен

άργιλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бруд, грязь, ваза, гліна

άργιλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
savi, muda, savist, saviga, clay, pleekmullaga

άργιλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zemljani, gline, glina, glinenih, glineni, glinu

άργιλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leir, leirinn

άργιλος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
argilla

άργιλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lavonas, purvas, dumblas, molis, molio, moliu, molinis, clay

άργιλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
māls, līķis, dubļi, māla, māliem, mālu, ar māliem

άργιλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калот, трупот, глина, глинени, глината, глинен, од глина

άργιλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noroi, cadavru, lut, argilă, argila, zgura, de lut

άργιλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gline, glina, clay, glino, ilovica

άργιλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
l, hlinka, hlina, íl
Τυχαίες λέξεις